- επιγαυρώ
- ἐπιγαυρῶ, -όω (Α) [γαυρώ]1. κάνω κάποιον υπερήφανο, αλαζονικό2. παθ. υπερηφανεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπιγαυρώ — όω, Α ενθαρρύνω, εγ καρδιώνω από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιγαυρῶ «κάνω κάποιον περήφανο, αλαζονικό»] … Dictionary of Greek